γυμνισμός

γυμνισμός
ο нудизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γυμνισμός" в других словарях:

  • γυμνισμός — Φυσιολατρική αντίληψη με πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις που δέχεται έναν τρόπο ζωής όπου επικρατεί η κοινή γυμνότητα των σωμάτων. Κατά την αρχαιότητα, στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως τηρούσαν στάση ανεκτική απέναντι στη… …   Dictionary of Greek

  • γυμνισμός — ο φυσιολατρικό κίνημα σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι πρέπει να ζουν γυμνοί κοντά στη φύση για να απαλλαγούν από τα δεσμά του πολιτισμού: Τα καλοκαίρια κάνω γυμνισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνοκρατία — η ο γυμνισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γυμνισμός] …   Dictionary of Greek

  • γυμνοκρατία — η ο γυμνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»